μυττωτός

μυττωτός
μυττωτός
Grammatical information: m.
Meaning: `dish, kind of paste, from cheese, honey, garlic etc.' (Hippon., Anan., Hp., com., Thphr.).
Other forms: -σσ- Hp. Loc. Hom. 47, -σ- Call. Fr. 282.
Derivatives: μυττωτεύω `change into a μ., hash up' (Ar.) with μυσσωτεύματα ἀρτύματα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the subject cf. μῦμα. Formation in -ωτός, prob. from a noun (cf. Chantraine 305 f., Schwyzer 503). Popular word without etymology. Seen the variation Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυττωτός — και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α) χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα,… …   Dictionary of Greek

  • μυττωτός — savoury dish of cheese masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτοῦ — μυττωτός savoury dish of cheese masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτούς — μυττωτός savoury dish of cheese masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτῷ — μυττωτός savoury dish of cheese masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτόν — μυττωτός savoury dish of cheese masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσσ<ωτ>ότριβον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μυττωτός (μυσσωτός*) + τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • μυσωτός — μυσωτός, ὁ (Α) βλ. μυττωτός …   Dictionary of Greek

  • μυττωτεύω — (Α) [μυττωτός] κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, λειανίζω …   Dictionary of Greek

  • μυττωτοδοχείο — το το επιτραπέζιο δοχείο τής μουστάρδας, μουσταρδιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυττωτός + δοχείο] …   Dictionary of Greek

  • μύμα — μῡμα, ατος, τὸ (Α) 1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”